τμηθῆναι

τμηθῆναι
τέμνω
cut
aor inf pass

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • обрѣзанъ — (10) прич. страд. прош. к обрѣзати 1. 1.В 1 знач.: чл҃вци мертви и живи. обрѣзани болшiми частми телесе. (ἠ κρωτηριασμένοι) ГБ XIV, 96г; не въскопану быти [винограднику] ни ѡбрѣзану но быти всѣ(м) на расхыщенье. и на ѡбщее руганье. (μηδὲ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αναπότμητος — ἀναπότμητος, ον (Α) αυτός που δεν αποκόπτεται, δεν διαχωρίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀν στερ. + ἀποτέμνω, από θ. τμη (πρβλ. τμηθῆναι, τμήσομαι, τέτμημαι)] …   Dictionary of Greek

  • υβριστικός — ή, ό / ὑβριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑβρίζω] (για λόγια ή πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύβρι, αυτός που αποτελεί ύβρι, προσβλητικός (α. «υβριστική συμπεριφορά» β. «ὑβριστικὴν καὶ βάρβαρον ἐπιστολήν», Αισχίν. γ. «ὑβριστικὴ διήγησις», Δίον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”